- πούληση
- η1) см. πούλημα 1; 2) выручка (от продажи чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πούληση — η, Ν βλ. πώληση … Dictionary of Greek
διάπρασις — διάπρασις, η (AM) [διαπιπράσκω] πούληση, ξεπούλημα μσν. αναγκαστική εκποίηση … Dictionary of Greek
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
κατανάλωση — η ξόδεμα, δαπάνη, πούληση: Κάνουν κατανάλωση πολλών χρημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεπούλημα — το, ατος 1. τελείωμα, τέλεια διάθεση του εμπορεύματος: Βρίσκομαι στο ξεπούλημα. 2. πούληση σε φτηνή τιμή: Τα βάλαμε όλα στο ξεπούλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παζαρεύω — παζάρεψα, συζητώ προσπαθώντας να πετύχω συμφωνία για την αγορά, πώληση ή τους όρους μιας σύμβασης, διαπραγματεύομαι: Παζαρεύω την πούληση του καπνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραδάκι — το χρήμα ή χρήματα: Πρέπει να πήρατε αρκετό παραδάκι από την πούληση των καπνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσφορά — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προσφέρω, παροχή, δωρεά, βοήθεια υλική ή ηθική: Η προσφορά των δασκάλων στη νεότητα είναι πολύτιμη. 2. (εκκλησ.), άρτος που προσφέρεται από τους πιστούς για τη Θεία Κοινωνία, αλλ. πρόσφορο, λειτουργιά. 3. (οικον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πώληση — πώληση, η και πούληση, η η πράξη του πωλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)